Συνέντευξη
Περιοδικό ΑΥΛΑΙΑ, 2007
«Από την ανάληψη των καθηκόντων μας, αντιληφθήκαμε ότι η Όπερα Θεσσαλονίκης χρειάζεται εξωστρέφεια, πρέπει δηλαδή να γνωρίσει ο κόσμος αυτήν ως θεσμό και την ίδια την όπερα ως είδος...»
- Ποιες προτεραιότητες θέσατε, αναλαμβάνοντας καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας Θεσσαλονίκης. Ποιες ριζοσπαστικές αλλαγές σκοπεύετε να επιφέρετε;
«Οι πιο σημαντικές πρώτες προτεραιότητες της νέας διοίκησης, ήταν η δημιουργία χώρων εργασίας, η στελέχωση του οργανισμού, η εξόφληση των οφειλών από παλιές παραγωγές και η εύρεση τρόπων προβολής και επικοινωνίας με σκοπό την επίτευξη της εξωστρέφειας. Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν αφού ανταποκρίθηκε η πολιτεία για την αύξηση της επιχορήγησης. Με δύο λόγια η Όπερα Θεσσαλονίκης είχε ένα θεσμοθετημένο καθεστώς, αλλά δεν λειτουργούσε ως οργανισμός. Ήταν δε η πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2005 που η Όπερα αποκτούσε Καλλιτεχνική Διεύθυνση. Αφού στελεχωθήκαμε στοιχειωδώς, ξεκίνησε το καλλιτεχνικό έργο. Στη συνέχεια σχεδιάσαμε το παιδαγωγικό μας πρόγραμμα με τον τίτλο «παις Όπερα». Αισθανόμουν σαν να ξεκινούσα εκ του μηδενός... Όταν ανέλαβα τα καθήκοντα μου, όλα ήταν ρευστά αλλά και μετέωρα. Η Όπερα Θεσσαλονίκης στηριζόταν μόνον σε μια ιδέα, σε μια φιλότιμη και υπεράνθρωπη προσπάθεια προηγουμένων διοικήσεων να δημιουργηθούν οι βάσεις για ένα μελλοντικό αυτόνομο θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Με πολλή χαρά ακούσαμε το Φεβρουάριο του 2007 τον τότε υπουργό να εξαγγέλλει την έναρξη των συζητήσεων για τη σύσταση νόμου, που θα ίδρυε σε κάποιο λογικό διάστημα την Όπερα Μακεδονίας - Θράκης. Ελπίζω σύντομα να γίνει το σχέδιο νόμου και να κατατεθεί στην Βουλή. Όσον αφορά ριζοσπαστικές αλλαγές προσωπικά πιστεύω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε «εκθαμβωτικά θαύματα» σε σταθερή βάση, όσο η πολιτική βούληση δεν απελευθερώνει την Όπερα Θεσσαλονίκης από τις «αγκύλες» του Κ.Θ.Β.Ε., το οποίο αποφασίζει για την καλλιτεχνική της πορεία, αφού παραχωρεί την άδεια χρήσης του χώρου και του χρόνου διεξαγωγής των παραγωγών της». Αναγκαζόμαστε να παρουσιάζουμε έργο σε άλλες αίθουσες της πόλης ακατάλληλες για το είδος.
- Πόσα χρήματα απαιτούνται για την παραγωγή ενός έργου;
«Στο status που βρίσκεται η Όπερα Θεσσαλονίκης αυτή τη στιγμή, όπου δεν διαθέτει δικούς της τραγουδιστές, δική της ορχήστρα, δική της χορωδία, δικές της υπηρεσίες και δικό της χώρο, θα πρέπει να μιλήσουμε για ένα κόστος παραγωγής, το οποίο βασίζεται καθαρά και μόνο σε μετακλήσεις. Αυτό σημαίνει ένα υπέρογκο ποσό, που εξαντλείται κάθε φορά σε έξι παραστάσεις - βραδιές περίπου. Επιπλέον η διοικητική και τεχνική υποστήριξη που παρέχεται από το Κ.Θ.Β.Ε. στην Όπερα Θεσσαλονίκης είναι η στοιχειώδης, με αποτέλεσμα να δαπανώνται πολλά χρήματα από τον προϋπολογισμό της σε υπηρεσίες εξωτερικών συνεργατών». Αξίζει να σημειωθεί βέβαια το γεγονός, ότι ακόμη επιχορηγούμαστε με το 4% της επιχορήγησης, που δίδεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή στην πόλη των Αθηνών».
- Που βρίσκετε αυτά τα χρήματα; Είναι αρωγός σας η πολιτεία;
«Η πολιτεία με την ανάληψη των καθηκόντων μας, διπλασίασε την επιχορήγηση, αλλά και πάλι το ποσό δεν είναι επαρκές. Αποδεικνύει όμως σταθερά το ενδιαφέρον της για τον θεσμό. Δραστηριοποιούμαστε από φέτος και στην προσέλκυση χορηγιών» .
- Οι Έλληνες έχουν την ανάλογη μουσική παιδεία για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν ένα δύσκολο μουσικό είδος όπως είναι η Όπερα;
«Δύσκολο όχι, άγνωστο ναι. Βεβαίως, αν συγκρίνει κανείς την παράδοση κλασικής μουσικής γενικά που έχουν άλλες χώρες σε σχέση με τη δική μας, η οποία είναι μηδαμινή, συμπεραίνει κανείς, ότι η Ελλάδα έχει κάνει άλματα από τα μέσα του 20ου αιώνα. Έχουν φύγει τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί Έλληνες στο εξωτερικό για να μεταλαμπαδεύσουν τις εμπειρίες τους. Πάντως αν συγκρίναμε τη χώρα μας με μία χώρα σαν τη Γερμανία, θα ήμασταν άδικοι, καθώς έχει μία παράδοση πέντε αιώνων στην Όπερα.»
-Ποιες από τις γνωστές όπερες, έρχονται πρώτες στην προτίμηση του κοινού;
«Το ελληνικό κοινό ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό σε όπερες που έχουν μουσική ευχάριστη στην ακοή και με λιμπρέτο με έντονη δράση και πλοκή. Αγαπάει, δε, περισσότερο από άλλους δημιουργούς τους γείτονες Ιταλούς».
-Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες;
«Έχω πολυάριθμες αγαπημένες συνθέσεις, όχι συνθέτες. Αριστουργήματα έχουν γραφεί ανά τους αιώνες, απλά ο ρομαντισμός, ο υστερορομαντισμός και ο ιμπρεσιονισμός με εκφράζουν περισσότερο». Επίσης, αν έπρεπε να επιλέξω οπωσδήποτε έναν συνθέτη, θα μιλούσα για τον τελευταίο πρόγονο του ρομαντισμού τον κύριο L.van Beethoven, που μου δίνει δύναμη, όταν τον μελετώ».
- Πόσα μουσικά έργα έχετε διευθύνει και ποια ήταν η καλύτερη στιγμή στην καριέρα σας;
«Αριθμητικά δε μπορώ να υπολογίσω τα έργα που έχω διευθύνει μέχρι τώρα. Έχω διευθύνει συμφωνικές συναυλίες και παραστάσεις όπερας. Από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές όμως της καριέρας μου ήταν η αναγνώριση των θυσιών μου για αυτή την πορεία στην οποία κατόρθωσα να φτάσω μέχρι σήμερα, λιγότερο θα έλεγα και κάποιες έντονες στιγμές μουσικής πράξης στην πρόβα και στο πόντιουμ». Δάκρυα χαράς μου έρχονται βέβαια όταν συνεργάζομαι με ερμηνευτές, που το ταλέντο τους με συνεπαίρνει. Εκείνη την στιγμή ευγνωμονώ τον Θεό που έδωσε στον άνθρωπο αυτό το μοναδικό χάρισμα επικοινωνίας, την μουσική».
- Τι σημαίνει μουσική διεύθυνση για εσάς;
«Μουσική διεύθυνση σημαίνει συντονισμός. Ο μουσικός διευθυντής έχει την απόλυτη ευθύνη της ερμηνείας και της πιστής και σωστής εκτέλεσης του έργου, πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένος και να κατέχει το έργο λίγο καλύτερα από αυτόν που το συνέθεσε... Η γνώση αυτή μαζί με την εμπνευσμένη διδασκαλία ενός έργου είναι απαραίτητα μεταξύ άλλων για να κερδίσει ο μαέστρος τον σεβασμό από το σύνολο που κατευθύνει. Στη συνέχεια πρέπει να διδάξει το έργο στην ορχήστρα, στους σολίστες και στην χορωδία. Κάποια στιγμή συνενώνονται αυτά τα «σώματα» μεταξύ τους και με την προχωρημένη σκηνοθετική διδασκαλία, ολοκληρώνει τον διδακτικό του ρόλο στις τελικές πρόβες, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στη σκηνή. Στις παραστάσεις ο μουσικός διευθυντής είναι, εκτός από ερμηνευτής και κάτι σαν «τροχονόμος» που πρέπει να αποφύγει την πιθανότητα «ατυχήματος» και να καθοδηγεί σε πολλαπλά επίπεδα με τη γλώσσα του σώματος, να κάνει το έργο να ρέει...»
- Τι επιθυμείτε πολύ στο άμεσο μέλλον;
«Βασικά εύχομαι να μπορέσω συνεχίσω αυτή την προσπάθεια που κάνω για την Όπερα Θεσσαλονίκης και να τη δω να ολοκληρώνεται. Θέλω να δω την Όπερα Θεσσαλονίκης να γίνεται αυτόνομη!»
- Ποιο είναι το καλλιτεχνικό σας όνειρο;
«Έχω αφοσιωθεί στην Όπερα Θεσσαλονίκης και θα ήθελα κάποια στιγμή να ασχοληθώ λίγο περισσότερο με την προσωπική μου καλλιτεχνική πορεία. Όνειρο του κάθε μαέστρου είναι να διευθύνει στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου και να συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες ορχήστρες που υπάρχουν!». Να τολμήσω μία μεταφορά? Η οδήγηση μπορεί να είναι ευχάριστη, ενίοτε δυσάρεστη όταν το όχημα είναι προβληματικό, πολλές φορές - από απροσεξία - ακριβή όταν έρχεται ένα πρόστιμο ή όταν είναι απαραίτητη μία έκτακτη επισκευή, μοιραία - από απειρία ή πεπρωμένο - όταν συμβεί ένα ατύχημα, συχνά εκνευριστική όταν έχει πολλή κίνηση...., εφιαλτική όταν δεν υπάρχει πουθενά πάρκινκ... γίνεται όμως απόλαυση με αυτοκίνητα των ονείρων μας, σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας.
Βασίλης Παπαβασιλείου
Το Λυρικό Θέατρο Θεσσαλονίκης ζητεί ανεξαρτησία
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31.10.06
«Είμαστε αυτοτελείς ή υποτελείς; Είμαστε τμήμα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ή ανεξάρτητα υποβασταζόμενο εν δυνάμει λυρικό θέατρο; Εν τέλει, είμαστε αναγκαίος φορέας πολιτισμού;».
«Υπαρξιακά ερωτήματα»
Ξάφνιασε χθες η καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας Θεσσαλονίκης, αρχιμουσικός κ. Λίζα Ξανθοπούλου, όταν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Tύπου ζήτησε με τις ερωτήσεις της από τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού κ. Χρήστο Ζαχόπουλο να της δείξει τον δρόμο με περισσότερη σαφήνεια -ουσιαστικά την πολιτική βούληση- «προς τη θεσμοθέτηση του οργανισμού» στον οποίο, όπως είπε, «αναλογεί 4,5% των κονδυλίων απ' όσα διατίθενται για την όπερα στην Αθήνα».
Στα «υπαρξιακά ερωτήματα», όπως τα χαρακτήρισε αστειευόμενος ο κ. Ζαχόπουλος, εμμέσως πλην σαφώς εξήγησε πως ο δρόμος προς την ανεξαρτησία του είναι ακόμη μακρύς. «Είναι ένας θεσμός που απαιτεί πολλές δαπάνες και η δυσαναλογία σε κονδύλια δικαιολογείται. Το Λυρικό Θέατρο των Αθηνών είναι ένας θεσμός πολλών δεκαετιών, ενώ η Όπερα Θεσσαλονίκης βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο», ανέφερε.
Συνέντευξη
Koblenz, 25 Μαΐου 2006
Anke Krump: κ. Ξανθοπούλου, πως αποφασίζει μία γυναίκα να γίνει μαέστρος;
Λίζα Ξανθοπούλου: Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία της διεύθυνσης ορχήστρας ξεκινάει από την χρονική στιγμή, όπου η σύνθεση του ορχηστρικού συνόλου μεγάλωνε αριθμητικά και η ενορχήστρωση των έργων γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκη και απαιτητική. Ήταν μία πολύχρονη εξέλιξη μέχρι που φτάσαμε στο σημείο οι ίδιοι η μαέστροι να κάνουν τον εαυτό τους μύθο. Όμως πρέπει να πω, ότι η διεύθυνση ορχήστρας σημαίνει απλώς και κυρίως συντονισμός και υπηρεσία. Ο μαέστρος υπηρετεί την ορχήστρα. Δεν είναι ο παντοδύναμος τύραννος, όπως πολλές φορές έχουμε δει στο παρελθόν, ο οποίος θα γίνει στην συνέχεια ένας μύθος. Οι εποχές άλλαξαν. Εάν κάποιος σήμερα εμφανιζόταν σε μία δοκιμασία μπροστά σε μία μοντέρνα ορχήστρα για την ανάληψη θέσης με το στυλ του Φουρτβέγκλερ, πιστεύω ότι οι περισσότεροι δεν τον επέλεγαν για καλλιτεχνικό διευθυντή. Η νοοτροπία των ορχηστρών έχει αλλάξει. Ο Μπέρνσταιν, για παράδειγμα, ήταν ένας τέτοιος μύθος. Ανήκει στην γενιά που ασκούσε το επάγγελμα αυτό αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν του ότι εκείνον τον καιρό δεν ήταν μεγάλος ο αριθμός των ατόμων που σπούδαζαν μουσική. Τότε έκαναν αιτήσεις για την κάλυψη μίας θέσης τρεις υποψήφιοι. Σήμερα φτάνουν τους 150 άνθρωποι οι υποψήφιοι για μία θέση. Και αμέσως νοιώθει κανείς την διαφορά. Οι 150 υποψήφιοι εμφανίζονται πιο ταπεινοί από ότι οι τρεις που θα ήταν υποψήφιοι παλιά στην Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Η μεγάλη προσφορά εργασίας λοιπόν πιστεύω ότι είναι η αιτία που οι μαέστροι είναι πιο ανθρώπινοι και γήινοι σήμερα. Βέβαια πρέπει να διαθέτουν και σήμερα μία ισχυρή προσωπικότητα, ενώ από την άλλη πρέπει να είναι πιο συνεργάσιμοι. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους μουσικούς της ορχήστρας, που επίσης έγιναν πιο ταπεινοί, καθώς επιλέγονται για μία θέση ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό συνυποψηφίων. Από την άλλη πλευρά σαν επιλεγμένοι από τόσους άλλους απαιτούν έναν καλό μαέστρο. Έρχεται λοιπόν η στιγμή που αφενός οι άνδρες θα γίνονται πιο συγκρατημένοι και αφετέρου οι γυναίκες, που ήδη έχουν προοδεύσει σε πολλά επαγγέλματα, θα δείχνουν ολοένα ότι μπορούν και αυτές να διευθύνουν. Και έτσι θα αυξάνονται σταδιακά. Έτσι θα επέλθει μία ισορροπία.
Α. Κ.: Πιστεύετε ότι οι γυναίκες μαέστροι αποτελούν εξαίρεση;
Λ. Ξ.: Είμαστε ακόμα η εξαίρεση. Τα ποσοστά των γυναικών είναι πολύ λίγα. Αν σε 80 θέατρα στην Γερμανία το 2,5% έχουν καλλιτεχνικούς διευθυντές γυναίκες, τότε αυτές αποτελούν την εξαίρεση. Βέβαια υπάρχουν αρκετές γυναίκες που μετακαλούνται για σύμπραξη για συναυλίες ή παραστάσεις. Πιστεύω ότι ο αριθμός τους θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, τόσο που μία γυναίκα αρχιμουσικός δεν θα θεωρείται πια κάτι το παράξενο. Από την άλλη ας λάβουμε υπ’ όψιν μας κάτι θετικό. Μία γυναίκα αρχιμουσικός, αφού ανήκει στις εξαιρέσεις, μένει στην μνήμη ευκολότερα από έναν άνδρα συνάδελφό της. Έτσι πολλοί θα θυμόντουσαν μία ελληνίδα αρχιμουσικό παρά έναν έλληνα.
Α. Κ.: Ο τύπος γράφει θετικά σχόλια;
Λ. Ξ.: O τύπος χρειάζεται πάντα ενδιαφέροντες ειδήσεις και εμείς οι γυναίκες αρχιμουσικοί τους τις δίνουμε. Ας γράφουν λοιπόν. Αυτό το φαινόμενο θα σταματήσει από μόνο του, καθώς οι τίτλοι αυτοί δεν θα πουλάνε… Πάντως το ύφος με τον οποίο μερικοί γράφουν για τις γυναίκες είναι ειρωνικό ή με τάση γελοιοποίησης. Πολλοί δημοσιογράφοι δεν αναφέρονται στην ικανότητα ή την τεχνική μίας αρχιμουσικού αλλά στην εξωτερική της εμφάνιση ή στην θηλυκότητά της. Αντιθέτως για τις τραγουδίστριες όπερας δεν υπάρχει τέτοια τάση. Παρότι γράφουν για ντίβες, για όμορφες γυναίκες κλπ. οι κριτικές έχουν άλλο χρώμα. Για εμάς τις αρχιμουσικούς υπάρχουν κατάλοιπα από την ανδροκρατία που ήδη ανέφερα.
Α. Κ.: Όσον αφορά την ένταξη και την άσκηση του επαγγέλματος του μαέστρου για τις γυναίκες υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα διάφορα κράτη?
Λ. Ξ.: Πιστεύω, ότι στις νότιες χώρες υπάρχουν περισσότεροι άνδρες μαέστροι, καθώς βλέπω αυτή την διάκριση να κυριαρχεί. Επίσης στις τεχνικές διεύθυνσης υπάρχουν διαφορές. Οι μαέστροι των νότιων χωρών είναι περισσότερο αυθόρμητη και συναισθηματική, ενώ των βορείων περισσότερο τεχνική. Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μία διαφορά που αφορά τα δύο φύλλα. Οι γυναίκες διευθύνουν ψηλότερα από ότι η άνδρες οι οποίοι έχουν μάλλον το κέντρο της κίνησής τους στην περιοχή της κοιλιακής χώρας.
Α. Κ.: Πως θα περιγράφατε τον ιδανικό ρόλο ενός σύγχρονου μαέστρου? Υπάρχει ακόμη ο «παντοδύναμος / μυθικός» μαέστρος?
Όντως σήμερα ο αρχιμουσικός οφείλει να γνωρίζει περισσότερα και από το σύνολο των αρχιμουσικών μιας ορχήστρας. Πρέπει να διευθύνει άρτια μία συναυλία, μία παράσταση όπερας, να είναι εμφανίσιμος, να διαθέτει αλάνθαστη τεχνική, να έχει γνώσεις και τέλεια ακοή. Σήμερα αυτός που θα αποφασίσει να σπουδάσει διεύθυνση ορχήστρας πρέπει να θέλει να φτάσει στην τελειότητα, αλλιώς δεν έχει καμία ελπίδα να προχωρήσει. Καλείται για συμμετέχει συνεχώς σε διαγωνισμούς, ακροάσεις κτλ. όπου πρέπει να επικρατήσει. Επίσης καθοριστικής σημασίας είναι ο τρόπος που συνεργάζεται με το σύνολο της ορχήστρας. Πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια ήταν αλλιώς. Σήμερα η δύναμη ενός μαέστρου αντικαταστάθηκε από τον σεβασμό που καλείται ο ίδιος να κερδίσει από την ορχήστρα.
Α. Κ.: Πιστεύετε ότι μια μέρα μία αρχιμουσικός θα είναι κάτι τόσο συνηθισμένο, όσο και μία μουσικός.
Λ. Ξ.: Πιστεύω πως όσο περισσότερες γυναίκες μουσικοί σπουδάζουν διεύθυνση ορχήστρας, τόσο λιγότεροι θα είναι οι άνδρες που θα παρουσιάζουν μία πρόφαση για να αρνηθούν να τις καλέσουν σε διαγωνισμούς ή ακροάσεις. Ποιος ξέρει κάποτε μπορεί να συμβεί μάλιστα να υπάρχει και καθηγήτρια διεύθυνσης ορχήστρας.
Α. Κ.: Λείπουν τα πρότυπα κατά την γνώμη σας
Λ. Ξ.: Φυσικά
Α. Κ.: Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γυναίκας αρχιμουσικού σε σχέση με τους άνδρες αρχιμουσικούς
Λ. Ξ.: Οι γυναίκες αθέλητα μιμούνται τους άνδρες γιατί μόνον αυτούς είχαν μέχρι σήμερα ως πρότυπα. Όμως ένα είναι σίγουρο ότι ο πρώτος χτύπος ενός διμερούς μέτρου διευθύνεται προς τα κάτω και ο δεύτερος προς τα πάνω. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το φύλο.
Α. Κ.: Σας ευχαριστώ
Μαθαίνοντας τεχνάσματα από έμπειρους αρχιμουσικούς
Frankfurter Allgemeine Zeitung, 22.11.02
Στη Λίζα Ξανθοπούλου απονέμεται σήμερα το βραβείο του διαγωνισμού αρχιμουσικών του Μπαντ Χόμπουργκ / Βραδυνή συναυλία
Για την Λίζα Ξανθοπούλου η νίκη στον διαγωνισμό αρχιμουσικών του Μπαντ Χόμπουργκ ήρθε την κατάλληλη στιγμή: αρχίζοντας να διαγράφεται ανοδικά η νεαρή της καριέρα με συμβόλαια για συναυλίες στις πόλεις Κότμπους, Νυρεμβέργη, Μπάντεν-Μπάντεν, Βάιν και για διεύθυνση οπερατικών παραστάσεων στο Βίτρσμπουργκ και στη γενέτειρά της Θεσσαλονίκη, «άνοιξαν οι ουρανοί και ακούστηκε στη γη ένα μπράβο». Έτσι εκφράζεται η γεμάτη ταμπεραμέντο, αλλά και στοχαστική μουσικός στη συνέντευξή της με την εφημερίδα μας: ως επιβεβαίωση και ενθάρρυνση στην πορεία της, ως απόθεμα ενέργειας για την επόμενη ήττα «που θα έρθει με βεβαιότητα. Αλλά έχω απαλλαγεί πλέον από τους νεανικούς φόβους μου, περιμένω τώρα να έρθουν τα πράγματα όπως θέλουν».
Όλα άρχισαν στην ηλικία των έξη ετών με μαθήματα πιάνου. Σύντομα άρχισε να δοκιμάζει στο πιάνο ελληνικά τραγούδια που άκουγε, ανακαλύπτοντας το όργανο ως ‘πηγή ευχαρίστησης', ενώ σε όλη τη διάρκεια της σχολικής της ηλικίας συνόδευε ή διηύθυνε χορωδίες και διαπιστώνοντας ότι πραγμάτωνε καλύτερα τον εαυτό της και τη μουσικότητά της μέσα σε σύνολα...... Μεταξύ της διεύθυνσης στις δοκιμές και της διεύθυνσης συναυλιών η αρχιμουσικός βλέπει διαφορές. Στις δοκιμές σημασία έχει η μονοσήμαντη, παιδαγωγικά και ψυχολογικά πειστική μεταβίβαση της μουσικής οργάνωσης, στηριγμένη σε αλάθητη ακοή, αίσθηση ρυθμού, μελωδικότητα, εξισορρόπηση ήχου και σχολή του έργου. «Πρόκειται για λεπτοδουλειά με αύρα, μάτια, χέρια, δάκτυλα. Συνεννοούμαι με χειρονομίες, ολοένα λιγότερο με λόγια, μόνο τα απολύτως απαραίτητα, κι αυτά σύντομα και λιτά». Στις συναυλίες η διεύθυνση της ορχήστρας έχει να κάνει με την προσωπική ακτινοβολία. «Όμως τα σήματα τώρα πια υπενθυμίζουν ό,τι είχαμε από κοινού διδαχθεί. Απομένει η έμπνευση στην αμοιβαία ανταλλαγή με την ορχήστρα και το κοινό.».......
Θα διευθύνει το πρόγραμμα στη συναυλία του Μπαντ Χόμπουργκ χωρίς μπαγκέτα, «γιατί θέλω να μεταβιβάσω τον συγχρονισμό της κίνησης των ήχων στην ορχήστρα». Στον ανδροκρατούμενο χώρο, η γυναίκα αρχιμουσικός είναι ασυνήθιστη εικόνα, τόσο για τις ορχήστρες όσο και για το κοινό. «Προσωπικά δεν αισθάνομαι εξωτική, αλλά η ορχήστρα παρακολουθεί τη γυναίκα αρχιμουσικό με οξύτερη κρίση απ' όσο τον άνδρα. Η γυναίκα πρέπει να αποδείξει αν μπορεί καν να διευθύνει, ενώ ο άνδρας αν μπορεί να διευθύνει καλά» .
ELLEN KOHLHAAS