Η Όπερα δεν μπορεί να είναι θυγατρική του Κ.Θ.Β.Ε.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 05.11.2007
«Η Ελληνίδα διευθύνει με όλο της το είναι», έγραφε το 2000 η εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» για τη Θεσσαλονικιά αρχιμουσικό Λίζα Ξανθοπούλου. Παρ' όλα αυτά, η ίδια «ανέβαλε», όπως λέει, μια αρκετά υποσχόμενη διεθνή καριέρα για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Οπερας Θεσσαλονίκης.
Έχει διευθύνει σημαντικές γερμανικές ορχήστρες όπως Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Στουτγάρδης, Συμφωνική του Μονάχου, Ορχήστρα της «Beethovenhalle», Κρατική Ορχήστρα της Φρανκφούρτης, «Landeskapelle Eisenach», Φιλαρμονική του Νέου Βραδεμβούργου, Συμφωνική Ορχήστρα της Νυρεμβέργης, Φιλαρμονική του Μπάντεν - Μπάντεν κ.ά.
Επέστρεψε, όμως, στη γενέτειρά της και ξεκίνησε να ανεβαίνει ένα ένα -και «από τις σκάλες»- τα 20 σκαλοπάτια που οδηγούν σε έναν ολοκληρωμένο οργανισμό όπερας. Διανύει ήδη τον τρίτο και τελευταίο χρόνο της σύμβασής της με την Όπερα Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται, όπως λέει, «στο τρίτο σκαλοπάτι».
Είναι η δεύτερη γερμανοτραφείσα στο τιμόνι δημόσιου καλλιτεχνικού οργανισμού της πόλης, μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, Μύρωνα Μιχαηλίδη και αποδεικνύει πως η γερμανική μεθοδικότητα, αυστηρότητα και πειθαρχία φέρνουν αποτελέσματα.
Την Παρασκευή η Λίζα Ξανθοπούλου παρουσίασε έναν κύκλο δραστηριοτήτων της Όπερας Θεσσαλονίκης, που συνεχίζονται για δεύτερη χρονιά και στόχο έχουν να διαμορφώσουν το κοινό και τους καλλιτέχνες του αύριο: το Παιδαγωγικό Πρόγραμμα 2007-2008. Αποτελείται από τα μουσικοπαιδαγωγικά εργαστήρια, την όπερα Η Έξυπνη του Karl Orff από νέους καλλιτέχνες και το 2ο Φεστιβάλ «Παις Οπερα» με διαγωνισμούς παραστάσεων, δρώμενων κ.λπ.
Ανακοίνωσε, επίσης, και τη νέα παραγωγή της Όπερας Θεσσαλονίκης, που θα ανεβεί στις 2 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για την όχι και τόσο γνωστή όπερα του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, Οιδίπους Τύραννος.
«Αλλά θα δοθούν μόνο επτά παραστάσεις, γιατί μόνο για τόσες μέρες βρήκαμε ελεύθερη τη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ανάμεσα σε δύο παραγωγές του ΚΘΒΕ», μας λέει η Λίζα Ξανθοπούλου. «Ο χωροχρόνος είναι το κυριότερο πρόβλημά μας», επισημαίνει, «καθώς, και λεφτά να έχουμε, δεν μπορούμε να ετοιμάσουμε μια μεγάλη παραγωγή μέσα σε δύο μήνες». Έτσι, κύριος στόχος της γίνεται η αυτονόμηση της Όπερας Θεσσαλονίκης από το ΚΘΒΕ, κάτι που επιθυμεί και ο Νικήτας Τσακίρογλου.
Και τα παιδιά της Θεσσαλονίκης μυούνται με ποικίλες εκδηλώσεις στο λυρικό θέατρο με το φεστιβάλ «Παις Οπερα»
(Φωτογραφία)
Στο δρόμο της αυτονόμησης
«Για να στηθεί και να λειτουργήσει η Όπερα Θεσσαλονίκης, πρέπει να γίνει πραγματικός οργανισμός. Να αποκτήσει δικό του προϋπολογισμό, προσωπικό, κτήριο. Αυτή τη στιγμή, νοικιάζουμε κοστούμια γιατί δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις μοδίστρες του ΚΘΒΕ, στο οποίο ανήκει η Όπερα Θεσσαλονίκης». Η αυτονόμηση βρίσκεται σε μάλλον καλό δρόμο. «Τον Φεβρουάριο κατατίθεται η πρόταση νόμου για την ίδρυση Κρατικής Όπερας Μακεδονίας - Θράκης», λέει. Μέχρι αυτό να γίνει πράξη, η Λίζα Ξανθοπούλου προτείνει στο ΥΠΠΟ μια μέση λύση, την αποκόλληση της Όπερας από το ΚΘΒΕ.
Προς το παρόν, η επιχορήγησή της αυξήθηκε από 760.000 σε 850.000 ευρώ και οι λοιπές ανάγκες καλύφθηκαν από το πρόγραμμα «Πολιτισμός» του ΥΠΠΟ και ευρωπαϊκά προγράμματα. «Χρειάζονται πραγματικοί πόροι για να λειτουργήσει η Όπερα Θεσσαλονίκης σαν οργανισμός. Για την παρουσίαση της Αΐντα στο Θέατρο Δάσους το καλοκαίρι, νοικιάσαμε τα πάντα και τους πάντες γιατί δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους τεχνικούς του ΚΘΒΕ. Χρησιμοποιήσαμε εξωτερικούς εργάτες, νοικιάσαμε κοστούμια, χώρο αποθήκευσης, αναγκαστήκαμε να φέρουμε ορχήστρα εκτός Θεσσαλονίκης, επειδή οι δύο ορχήστρες της πόλης είχαν τις δικές τους συναυλίες. Αυτό σημαίνει εισιτήρια, ξενοδοχεία, φιλοξενία για πολλές μέρες. Ένα τεράστιο κόστος για μια παραγωγή που παρουσιάστηκε μόνο τρεις βραδιές, μια και το Θέατρο Δάσους είχε ήδη παραχωρηθεί για πολλές άλλες εκδηλώσεις».
Παρ' όλα αυτά, η Λίζα Ξανθοπούλου αισιοδοξεί καθώς βλέπει την ανταπόκριση του κοινού. «Ο κόσμος είναι αυτός που θα ασκήσει πίεση σε όποια πολιτική ηγεσία, για να αποκτήσει η πόλη έναν πραγματικό οργανισμό όπερας. Και το κοινό δείχνει ότι θέλει την όπερα στη Θεσσαλονίκη». Κάτι όμως που ίσως πάρει χρόνο. «Συνήθισα τις καθυστερήσεις. Η αρχή όμως έγινε. Και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω».
ΣΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
Η μουσική είναι ήχοι
Περιοδικό ABOUT, 06.09.2007
Η καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας Θεσσαλονίκης και μαέστρος Λίζα Ξανθοπούλου, μιλάει στο ‘’About’’, με αφορμή τις παραστάσεις της ‘’Aida’’
Μ.Κ.: Πως έγινε η επιλογή του έργου του Βέρντι ‘’Aida’’;
Λ. Ξ.: Η επιλογή του έργου συνδέεται με την παρουσίασή του στο Θέατρο Δάσους, το οποίο ζητήσαμε γιατί δεν μας δινόταν άλλος χώρος στη Θεσσαλονίκη. Το Μέγαρο Μουσικής είναι ένας σεβαστός οργανισμός του οποίου την αίθουσα έπρεπε να νοικιάσουμε τουλάχιστον για 25 μέρες και αφού μπορεί το ίδιο να κάνει παραστάσεις όπερας δεν χρειάζεται τον δικό μας οργανισμό. Μετά, απευθυνθήκαμε στο Κρατικό Θέατρο, που δεν μας παραχωρούσε ούτε την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, ούτε το Βασιλικό Θέατρο. Η Ε.Μ.Σ. μπορούσε να μας παραχωρηθεί μόνο στο διάλειμμα των δύο παραγωγών που ανεβάζει το ΚΘΒΕ και για περιορισμένες βραδιές. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας σε ένα θερινό θέατρο, που και αυτό πήραμε με πολλή προσπάθεια και για περιορισμένες μέρες, γιατί κάποιοι κρίνουν ότι το θέατρο είναι δεσμευμένο σε άλλους θιάσους, ενώ στην Όπερα Θεσσαλονίκης μπορεί να δώσει ό,τι περισσεύει. Σε ένα υπαίθριο χώρο, λοιπόν, αποκλείονταν πολλά έργα. Επίσης θέλαμε το έργο να είναι κοντά στους κατοίκους μιας πόλης που ποτέ δεν είχε οπερετικό θέατρο.
Μ.Κ.: Τα διαρκή προβλήματα που καλείται να επιλύσει η Όπερα Θεσσαλονίκης δεν σας αποθαρρύνουν;
Λ.Ξ.: Στην προσωπική μου ζωή θα έλεγα ότι παραιτούμαι εύκολα. Στην Όπερα, όμως, έχω βρει τέτοιους συνεργάτες, οι οποίοι ότι συμβαίνει κάτι, πεισμώνουν. Οι συνεργάτες μου είναι πλέον οπαδοί. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να πληρωθεί καν αυτό που δίνουν στην Όπερα. Δυστυχώς, για να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα πρέπει να υπάρχουν χρήματα. Και όταν σκεφτεί κανείς ότι χτίζουμε μία πόρτα με μηχανισμούς για την συγκεκριμένη παραγωγή, η οποία δεν χωράει να αποθηκευτεί και πρέπει να καταστραφεί, τότε πονάμε περισσότερο.
Μ.Κ.: Ένα από τα βασικά αιτήματα της Όπερας είναι να αποκτήσει αυτονομία. Σε τι φάση βρίσκεται αυτό το αίτημα;
Λ.Ξ.: Στις 25 Φεβρουαρίου έδωσε ο κ. Βουλγαράκης συνέντευξη τύπου, όπου εξήγγειλε την δημιουργία νομοσχεδίου για τη σύσταση ενός νέου θεσμού, που θα ονομάζεται Κρατική Όπερα Μακεδονίας – Θράκης. Είδομεν….
Συνέντευξη: Μαρία Κουζινοπούλου
GIUSEPPE VERDI - AIDA, η "εξωτική όπερα"
www.classicalmusic.gr, 28.08.2007
Σ.Ξ.: Κυρία Ξανθοπούλου, πόσο δύσκολο είναι τελικά για έναν καλλιτέχνη να επιχειρεί να διευθύνει έναν καλλιτεχνικό οργανισμό. Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές είναι εκτεθειμένοι στην κριτική. Σπάνια καταφέρνουν να τους ικανοποιούν όλους, σπάνια παραμένουν για πολλά χρόνια σε έναν οργανισμό να δουν τα αποτελέσματα του έργου τους. Θέλει κουράγιο μια τέτοια θέση, ή δεν είναι έτσι τελικά;
Λίζα Ξανθοπούλου: Πράγματι ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενός τέτοιου οργανισμού στην Ελλάδα καλείται να είναι συγχρόνως λογιστής, οικονομολόγος, μάνατζερ, διπλωμάτης, χαρισματικός ηγέτης, νομικός, δικαστής, ψυχολόγος, παιδαγωγός, κοινωνιολόγος, προφήτης, ανθεκτικός ψυχοσωματικά σε συνεχές άγχος, από μηχανής Θεός και άλλα πολλά. Η έννοια κυρίως που καταβάλλει κυρίως έναν τέτοιον άνθρωπο είναι η συνεχής ευθύνη των πράξεων και αποφάσεων του, καθώς όπως είπατε είναι συνεχώς εκτεθειμένος στην κριτική όλων. Μπορώ να αποδεχθώ οποιαδήποτε κριτική, αρκεί να είναι καλοπροαίρετη και να αποσκοπεί και να συμβάλλει στην βελτίωση της πορείας του οργανισμού, που διευθύνω και αγαπώ. Όταν ανέλαβε η νέα διοίκηση η Όπερα Θεσσαλονίκης ήταν ένας απόλυτα υποτελής φορέας, που στεγαζόταν σε ένα καμαρίνι μερικών τετραγωνικών, αυτοτελές αλλά όχι αυτόνομο τμήμα ενός μεγαλύτερου οργανισμού, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Με ακατάπαυστο αγώνα η Όπερα έχει αποκτήσει υπόσταση. Αυτή η - ακόμη - εξαρτώμενη πορεία της Όπερας από τις αποφάσεις του Κ.Θ.Β.Ε. είναι κάτι που μας κούρασε αφάνταστα.
Σ.Ξ.: Η Όπερα Θεσσαλονίκης αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη για την πόλη μας που μάλλον 'πάσχει' μουσικά. Ποιό είναι το δικό σας όραμα για τον οργανισμό αυτό? Έχει μέλλον σε μια χώρα που η κλασική μουσική δεν αντιμετωπίζεται -όπως λέγεται- όπως της αρμόζει από το Κράτος;
Λίζα Ξανθοπούλου: Το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι κατά την γνώμη μου το πιο απαιτητικό και καταρτισμένο κοινό αυτής της χώρας. Η πολιτιστική ζωή της πόλης έχει παρουσιάσει άλματα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το πρόβλημα το οποίο εκκρεμεί να λυθεί βέβαια είναι η στέγαση και η αναγκαία επιχορήγηση των πολιτιστικών οργανισμών, προκειμένου να διανθίζουν την πολιτιστική ατζέντα της πόλης σε μόνιμη βάση, δημιουργώντας παράδοση, μία σημαντική λέξη που μας λείπει στον τομέα της κλασικής μουσικής. Η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα χρειάζεται ένα μόνιμο λυρικό θέατρο και σε αυτήν την κατεύθυνση διακρίνω να κινείται σταθερά και η σύγχρονη πολιτική βούληση. Το λυρικό θέατρο δεν θα έπρεπε να αποτελεί όραμα, αλλά κάτι το αυτονόητο.
Σ.Ξ.: Επιτρέψτε μου να σας πω, παρότι έχουμε εντυπωσιαστεί με το cast της ΑΙΝΤΑ (ευχόμαστε καλή επιτυχία) πολλοί αναρωτιούνται γιατί η επιλογή ξένων καλλιτεχνών και φοβούνται μήπως η ΟΠΕΡΑ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ γίνει τελικά ένας οργανισμός που θα προτιμά τους ξένους καλλιτέχνες. Δεν υπάρχουν νέα παιδιά που να μπορούν να στελεχώσουν έναν τέτοιο οργανισμό με επιτυχία ώστε να μην χρειάζονται οι μετακλήσεις ξένων καλλιτεχνών?
Λίζα Ξανθοπούλου: Όπως είπα παραπάνω δέχομαι την κριτική. Αυτή η συγκεκριμένη είναι και καλοπροαίρετη, καθώς προτρέπει στην απασχόληση του εντόπιου καλλιτεχνικού δυναμικού. Πιστέψτε με όμως, ότι η συγκεκριμένη κριτική βασίζεται σε ελλιπή πληροφόρηση. Αυτοί που αναρωτιούνται, ίσως να μην θυμούνται, ότι η Όπερα Θεσσαλονίκης την περασμένη καλλιτεχνική περίοδο συνεργάστηκε αποκλειστικά με έλληνες καλλιτέχνες τόσο πρωτοεμφανιζόμενους, όσο και καταξιωμένους. Και αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει πολύ εύκολα ανατρέχοντας απλώς στα προγράμματα των παραστάσεων της Απαγωγής από το Σεράι του Mozart, της Νυχτερίδας του Strauss, της Έξυπνης του Orff. Τον Νοέμβριο του 2006 μάλιστα διοργανώσαμε ένα δωρεάν σεμινάριο μονωδίας με την συμμετοχή 30 νέων καλλιτεχνών υπό την καθοδήγηση της διάσημης μεσοφώνου Christa Ludwig. Το παιδαγωγικό μας πρόγραμμα επίσης μύησε στο είδος της Όπερας όλο το σχολικό έτος 7000 παιδιά. Η μετάκληση ξένων καλλιτεχνών αιτιολογείται και από παράγοντες που ίσως μερικοί ούτε καν υποψιάζονται. Μήπως η Όπερα Θεσσαλονίκης αναμένοντας την έγκριση της παραχώρησης του χώρου πραγματοποίησης μίας παραγωγής αναγκάζεται να καλέσει τους κατάλληλους έλληνες καλλιτέχνες εκπρόθεσμα, οι οποίοι είναι ήδη δεσμευμένοι από άλλους καλλιτεχνικούς οργανισμούς? Μήπως ένας νέος πολιτιστικός οργανισμός χρειάζεται μία προβολή και εκτός των συνόρων, η οποία επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω της μετάκλησης σημαντικών ξένων καλλιτεχνών, κάτι το απολύτως σύνηθες σε όλα τα λυρικά θέατρα του κόσμου? Δεν υπάρχει κανένας λόγος να νοιώθουμε ότι απειλούνται ή μειονεκτούν οι έλληνες καλλιτέχνες από την μετάκληση ξένων συναδέλφων τους, καθώς πολλές φορές η σύγκριση με αυτούς κλείνει υπέρ τους ή αποβαίνει ωφέλιμη για αυτούς.
Σοφία Ξυγαλά