''Μοιραία ερωτικά παιχνίδια'': Αξιόλογη Carmen από Μέγαρο και Δημήτρια
http://www.thinkfree.gr, 27.10.2014
Κριτική του Αντώνη Κωνσταντινίδη
Είναι κάποια μουσικά έργα τα οποία στην πάροδο του χρόνου, αποτελούν κοινό πλέον κτήμα του δυτικού πολιτισμού. Η Carmen η γνωστή όπερα του Μπιζέ ανήκει αναντίρρητα σε αυτά. Οι δημοφιλείς μελωδίες της δεν ηχούν απλά ευχάριστα στον ακροατή, είναι σε κάθε περίπτωση οικείες. Γι” αυτό και κάθε ανέβασμα της Carmen αποτελεί μία ξεχωριστή πρόκληση. Το έργο αναζητά την ιδιοπροσωπία του μέσα από μια διαφορετική κάθε φορά, σκηνοθετική και σκηνογραφική κυρίως προσέγγιση.
Εμείς, βρεθήκαμε ακροατές στη φετινή συμπαραγωγή των Δημητρίων και του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, στην τελευταία από τις τρείς παραστάσεις που δόθηκαν, την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου. Το πλήθος των φιλόμουσων θεατών που γέμισε την αίθουσα του Μεγάρου αναζητώντας μία ποιοτική διέξοδο σε μία μίζερη καθημερινότητα θεωρούμε ότι ανταμείφτηκε από το αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Από την πρώτη ματιά στα σκηνικά και στα κουστούμια του Luigi Scoglio γίνεται σαφής η πρόθεση του Znaniecki, του Πολωνού σκηνοθέτη που υπέγραφε την παράσταση, να συζεύξει τον ιστορικό χρόνο της πρεμιέρας με τη σύγχρονη διάσταση. Από το κυρίαρχο, ξεθωριασμένο και γιγάντιο καρτ-ποστάλ επί σκηνής, μέχρι τις φαβέλες η απόσταση αποδεικνύεται τελικά πολύ μικρή για μια τέτοια διαχρονική υπόθεση. Η συγκεκριμένη εισπήδηση στη ροή του χρόνου προσέφερε μία λύση πρωτοτυπίας δημιουργώντας ευπρόσδεκτους νοηματικούς συνειρμούς…..
….Τα ορχηστρικά μέρη, τους χορούς, τις δημοφιλείς μελωδίες, τις άριες και τα χορωδιακά, υποστήριξε θετικά και με σαφήνεια η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης σε διεύθυνση της Λίζας Ξανθοπούλου, ελευθερώνοντας στους ακροατές με επιτυχία το γνωστό άρωμα του μουσικού έργου. Το μάλλον καταπονημένο διοικητικά, ορχηστικό σύνολο επέδειξε τις αρετές των μελών του τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη έμπρακτης υποστήριξης από το δήμο Θεσσαλονίκης και της στελέχωσής του.
Η χαρακτηριστική κοσμοσυρροή που σημειώθηκε στις μόλις τρεις παραστάσεις, μας οδηγεί σε μία ενθύμηση. Η αναφορά μας στο θετικό και γόνιμο καλλιτεχνικό και παιδαγωγικό έργο που επιτέλεσε η κ. Ξανθοπούλου από το διοικητικό πόντιουμ της «Όπερας Θεσσαλονίκης» λίγα χρόνια πριν. Το όνειρο αυτό της δημιουργίας μιας «Λυρικής Σκηνής» στη πόλη, με τις πολλές συνεπακόλουθες ευεργετικές συνέπειες γενικότερα για τον μουσικό πολιτισμό, έσβησε με την αποχώρηση και την αντικατάστασή της μαέστρου. Ο εξ Αθηνών διάδοχός της κλείνοντας τον οργανισμό, άφησε εκτός από πολλά αναπάντητα ερωτήματα και εξίσου πολλά χρέη στο ΚΘΒΕ.
Αυτά όμως ανήκουν πλέον στο παρελθόν και αυτή δεν αποτελεί παρά μια ακόμη καταγεγραμμένη ιστορία με πολλές και ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Το σίγουρο είναι ότι χάθηκε μία σημαντική ευκαιρία πολιτιστικής ανάδειξης της πόλης και ότι για ακόμη μία φορά η σύγχρονη Θεσσαλονίκη και οι θεσμικοί της ιθύνοντες αποδείχθηκαν ως προς τους χειρισμούς τους κατώτεροι των περιστάσεων…
Όχι, όλα δεν γίνονται με χρήματα
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 05.10.2014
Ο μύθος της Κάρμεν δεν έπαψε ποτέ να εμπνέει σπουδαίους καλλιτέχνες, που εξέφρασαν το θαυμασμό τους για αυτή.
Της Κυριακής Τσολάκη
Τι μπορεί να σημαίνει η συγκεκριμένη όπερα για μία μαέστρο, όπως η Λίζα Ξανθοπούλου; Πολλά, κυρίως όταν τη διευθύνει μουσικά.
Ο Τσαϊκόφσκι τη χαρακτήριζε σπάνιο έργο, ο Στράους συμβούλευε να την ακούσουν οι νέοι συνθέτες που ήθελαν να μάθουν ενορχήστρωση, ενώ ο Μπραμς την παρακολούθησε είκοσι φορές. Η όπερα “Κάρμεν” του Μπιζέ συγκινεί σε όλη τη διάρκεια της πορείας της τους καλλιτέχνες αλλά και το κοινό του είδους. Για τη γνωστή μαέστρο Λίζα Ξανθοπούλου, που θα διευθύνει μουσικά τη συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και των 49ων Δημητρίων, αυτό είναι κάτι αυτονόητο.
Ποιο είναι για σας το πιο γοητευτικό στοιχείο της “Κάρμεν”;
Η συγκεκριμένη όπερα είναι ίσως από τις λίγες που με τον πιο γήινο τρόπο αναδεικνύει το πάθος ως κύριο χαρακτηριστικό του έρωτα. Η Κάρμεν ως πρόσωπο δε είναι από τις πιο μεθυστικές πρωταγωνίστριες του λυρικού θεάτρου. Επίσης η μουσική σύνθεση του Μπιζέ, ακουμπώντας στις παρυφές της λαϊκής φόρμας του chanson, καταφέρνει να συνεπαίρνει τον ακροατή ως ρέουσα και εύηχη, χωρίς να περνάνε στο κοινό οι τεχνικές δυσκολίες της πολύ απαιτητικής παρτιτούρας. Τέλος με αγγίζει πολύ το γεγονός ότι εν ζωή ο συνθέτης, όπως πολλοί, ήρθε αντιμέτωπος με αιχμηρές και αρνητικές αντιδράσεις σχετικά με το έργο και δεν πρόλαβε να βιώσει την αποθέωση της σύνθεσής του, που μέχρι σήμερα παραμένει αμείωτη.
Τι δυνατότητες προσφέρει σε έναν μαέστρο αυτό το έργο και τι δυσκολίες έχει γι’ αυτόν;
Δυνατότητες; Να ερωτευτείς κι εσύ. Δυσκολίες; Δεν είναι πιο δύσκολη τεχνικά από άλλες. Ούτε η ευκολότερη. Η δυσκολία έγκειται στο να αναδειχθεί από την ερμηνεία το εύρος όλων των συναισθημάτων των πρωταγωνιστών και των συνόλων. Τη μεγαλύτερη δυσκολία στη συγκεκριμένη όπερα την έχει ο ρόλος της Κάρμεν, καθώς η τραγουδίστρια είναι συνεχώς επάνω στη σκηνή, καλούμενη αφενός να ερμηνεύσει απαιτητικά μέρη, αφετέρου να καταφέρει να μετουσιώσει το φλογερό αντικείμενο του πόθου κάθε άνδρα στην αίθουσα και όχι απλώς μία ερωτική φιγούρα ενός ειδυλλίου στη σκηνή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διευθύνετε αυτήν την όπερα. Τι αλλάζει τώρα;
Η όπερα αυτή είναι έργο ρεπερτορίου για κάθε θέατρο στον κόσμο. Ως εκ τούτου ένας μαέστρος πρέπει να μπορεί να τη βγάλει από την “τσέπη”. Ακόμη μία φορά τη διευθύνω και είναι σαν να την ανακαλύπτω από την αρχή. Την απολαμβάνω δε στη συνεργασία μου με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, μία συνεργασία εξαιρετική από κάθε άποψη! Το Μέγαρο είναι κραταιό ποιοτικά και ποσοτικά σε υψηλό επίπεδο. Νομίζετε ότι γίνεται με χρήματα αυτό;
Υπήρξατε καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας Θεσσαλονίκης. Ποια είναι η αίσθησή σας τώρα που δεν υπάρχει αυτός ο οργανισμός στην πόλη;
Την περίοδο που κλήθηκα να αναλάβω την καλλιτεχνική διεύθυνση της Όπερας Θεσσαλονίκης, ο οργανισμός βρισκόταν σε ένα καθεστώς, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι, εξαρτημένης αυτονομίας. Είχα από πολύ νωρίς επισημάνει την ανάγκη πλήρους αυτονόμησης της Όπερας, αλλά είτε λόγω των συνθηκών εκείνης της περιόδου είτε λόγω συγκεχυμένης πολιτικής βούλησης όχι απλώς δεν υπήρξε αυτονομία, αλλά η Όπερα Θεσσαλονίκης, την οποία άφησα με ένα σημαντικό οικονομικό πλεόνασμα, έκλεισε την αυλαία της κληροδοτώντας στο ΚΘΒΕ τεράστιο χρηματικό χρέος. Έχοντας γνωρίσει εκ των έσω αφενός τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζε ένας τέτοιος οργανισμός σε μία πόλη της Ελλάδας, της πόλης μου, που δεν ήταν η Αθήνα, αφετέρου και το εξαιρετικό κοινό της Θεσσαλονίκης, όπως και τη δίψα των νεοτέρων να γνωρίσουν την όπερα καλύτερα (σε αυτό βοήθησε σημαντικά το εκπαιδευτικό πρόγραμμά μας), θα σας έλεγα πως θεωρώ αναγκαία τη λειτουργία ενός λυρικού θεάτρου στην πόλη μας αλλά υπό συνθήκες και με δεδομένα εντελώς διαφορετικά. Το να διοριστεί απλώς ένας ικανός καλλιτεχνικός διευθυντής σε έναν οργανισμό που πολεμάται εκ των έσω με οικονομική ενίσχυση τόση, ώστε με την πιο χρηστή διαχείριση και τον πλέον εμπνευσμένο καλλιτεχνικό σχεδιασμό να καταφέρνει απλώς να παράγει ένα στοιχειώδες ημερολογιακά καλλιτεχνικό έργο, ήταν κάτι που έμοιαζε πρόχειρο και για τα μάτια του κόσμου. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο και το αυτό και εντελώς… απρόσκοπτα θα επιτυγχανόταν, εάν εκφραζόταν ρητώς η βούληση του υπουργείου Πολιτισμού, που θα συνδυαζόταν βέβαια από ανάλογες επιχορηγήσεις να παρουσιάζει και οπερατικά έργα το ΚΘΒΕ σε ανάλογη συχνότητα με την καθοδήγηση καλλιτεχνικού υπευθύνου υπό τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ (το “υπό” θα το τονίσω) ή να παράγει περισσότερες παραγωγές όπερας το Μέγαρο Μουσικής της πόλης μας. Και οι δύο οργανισμοί είχαν αυτά που η Όπερα Θεσσαλονίκης δεν είχε: αυτονομία, ιστορία, χώρους και πλήρες τεχνικό και διοικητικό προσωπικό. Επομένως ποιος ο λόγος για ημίμετρα, εάν δεν έχουν σκοπό και στόχο; Θέλουμε Όπερα Θεσσαλονίκης; Όλοι; Αν ναι, ας αρχίσουμε από την αρχή κοιτώντας προς… Η κρίση δεν είναι απαγορευτική! Όχι, λεφτά δεν υπάρχουν, αλλά μπορούν να βρεθούν, εάν το θέλουμε, και επίσης -ξανά- όχι, όλα δεν γίνονται με χρήματα.
Μια συναυλία και ένα ρεσιτάλ με γυναικείο άρωμα - Η μουσική είναι γένους θηλυκού!
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27 Μαρτίου 2013
Από την αρχαιότητα η γυναίκα υπηρέτησε με αξιοσύνη την τέχνη των ήχων, είτε δημιουργώντας είτε ερμηνεύοντας. Αρκεί, βεβαίως, να της το επέτρεπαν οι συνθήκες. Ας αναλογιστούμε τη Σαπφώ, ας αναλογιστούμε, με το πέρασμα του χρόνου, την Κασσιανή, αλλά κυρίως την Ηγουμένη Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (1098-1179), η οποία με την προσφορά της αφ' ενός μεν υπερτερεί όλων των συγχρόνων της, αφ' ετέρου δε απέδειξε ότι όταν οι συνθήκες δεν είναι αντίξοες, η γυναίκα μπορεί να μεγαλουργήσει.
Η συναυλία Το πρόγραμμα της συναυλίας της ΚΟΑ είχε παραδοσιακή μορφή. Σχεδιάστηκε με κυρίαρχο το γυναικείο στοιχείο, αλλά και έντονη την ελληνική παρουσία. Ελληνίδα η αρχιμουσικός -η Λίζα Ξανθοπούλου-, Ελληνίδα η πιανίστρια, σολίστ της βραδιάς -η Ναταλία Μιχαηλίδου-, Ελληνίδα η δημιουργός τού ενός από τα τρία έργα του προγράμματος -η Κωνσταντία Γουρζή-, που και τα τρία τους, βεβαίως, είχαν γυναικεία υπογραφή. Αυτό μάλιστα της Κωνσταντίας Γουρζή, το οποίο ήταν το εναρκτήριο, συντέθηκε ειδικά για τη συγκεκριμένη συναυλία, έπειτα από παραγγελία της ΚΟΑ και ήταν ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη έργο. Σύντομο, με άποψη, εμπνευσμένο από μια εμβληματική γυναίκα της μουσικής, τη Μαρία Κάλλας, κρατά αδιάπτωτο το ακροαματικό ενδιαφέρον…..Η ερμηνεία του, η οποία συνοδευόταν από την προβολή των χαρακτικών, ήταν, πιστεύουμε, συνεπής προς το πνεύμα του έργου και επικυρώθηκε από την αγαστή συνεργασία της αρχιμουσικού με τους μουσικούς της Ορχήστρας. Κοντσέρτο της συναυλίας ήταν το πλέον αναγνωρίσιμο από εκείνα που έχουν συνθέσει γυναίκες: το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 7, της Κλάρα Βικ-Σούμαν….Η ερμηνεία του ευτύχησε από την καθάρια προσέγγιση της Ναταλίας Μιχαηλίδου. ….Καλά προετοιμασμένη και καθοδηγημένη η Ορχήστρα, συνέβαλε στο αξιομνημόνευτο της ερμηνείας. Από το 19ο αιώνα προέρχεται και η συμφωνία που ερμηνεύτηκε στο δεύτερο μέρος της συναυλίας. Πρόκειται για τη Συμφωνία σε φα ελάσσονα της Εμιλίε Μάγερ….. Τετραμερής, με τυπική, άτολμη ανάπτυξη, επιγονική στο σύνολό της, πληκτική, δεν διαθέτει στοιχεία που θα της δώσουν το δικαίωμα της διάκρισης. Μνημονεύεται μόνο επειδή τη συνέθεσε γυναίκα. Ήταν φανερή η προσπάθεια της Λίζας Ξανθοπούλου να εκμαιεύσει από το έργο κάτι το ιδιαίτερο. Παρά ταύτα, δεν μπόρεσε να προσδώσει κάποιο ενδιαφέρον σε ένα εξ ορισμού περιορισμένου ενδιαφέροντος έργο.
Μια ερμηνεία από απαλές χορδές
Frankfurter Neue Presse, 16.02.2009
Ήταν μάλλον μία ασυνήθιστη συναυλία, αυτή που είχαν την ευκαιρία να βιώσουν οι επισκέπτες του Kurtheater. Κι αυτό γιατί, ενώ συνήθως οι συμφωνικές συναυλίες που προσφέρονται στους συνδρομητές της κατηγορίας Α αφορούν περισσότερο κλασσικά έργα, αυτή τη φορά το κοινό ταξίδεψε σε έναν εντελώς ξένο κόσμο. Ήταν οι συνθέτες Άστορ Πιατσόλα, Γιοακίν Ροντρίγκο και Ισαάκ Αλμπένιθ που το παρέσυραν με τη μελαγχολία και το ταμπεραμέντο νοτίων χορών που αναδύει η μουσική τους. Το σύνολο συμπλήρωσε μια ιδιαιτέρως εξωτική διανομή σολίστ, καθώς στον Πιατσόλα ακουγόταν ξεκάθαρα το σολιστικό μέρος του πιάνου και στον Ροντρίγκο ήταν πράγματι οι τέσσερις κιθάρες που βρίσκονταν στο επίκεντρο, όπως στην αυθεντική εκδοχή του "Concierto Andaluz".
Είναι επόμενο να είναι μακρύς και ο κατάλογος των βασικών συντελεστών: Η Βυρτεμβεργιανή Φιλαρμονική του Ρόιτλινγκεν δημιούργησε το αρμονικό πλαίσιο, ως πιανίστας εξασφαλίστηκε ο Thomas Wellen, ενώ το σολιστικό μέρος που ξέφευγε από κάθε γνώριμο μουσικό μονοπάτι ανέλαβε το κιθαριστικό κουαρτέτο Barrios. Στο πόντιουμ η Λίζα Ξανθοπούλου, η οποία ήδη το 2002 είχε συγκεντρώσει όλα τα βλέμματα του καλλιτεχνικού χώρου του Μπαντ Χόμπουργκ επάνω της κερδίζοντας το πρώτο βραβείο του ομώνυμου διαγωνισμού αρχιμουσικών της πόλης, ενώ αμέσως μετά βρέθηκε στο πόντιουμ στα πλαίσια των Συμφωνικών Συναυλιών. Τώρα λοιπόν ήταν μια ευκαιρία να απολαύσει κανείς και πάλι τη χαρισματική αρχιμουσικό. Παρότι ο χώρος των διευθυντών ορχήστρας εξακολουθεί να ανδροκρατείται, η Ξανθοπούλου συγκαταλέγεται στις Κυρίες εκείνες που με προσήλωση και αφιέρωση χαρίζουν λαμπρές ερμηνείες. Ενδεδυμένη με ασημί φράκο, καθοδήγησε τους μουσικούς σε συναρπαστικές εκτελέσεις γεμάτες πάθος.
Ιδιαίτερη φλόγα και γοητεία μετέδωσαν οι καλλιτέχνες στο "Tres piezas" του Άστορ Πιατσόλα. Όλοι ανυπομονούσαν να ακούσουν την αυθεντική εκτέλεση του περίφημου "Concierto Andaluz" του Γιοακίν Ροντρίγκο. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ερμηνεία από απαλές χορδές, καθώς έπρεπε να αφουγκραστεί κανείς πολύ προσεκτικά για να ξεχωρίσει τις νότες της κιθάρας μέσα από το ηχητικό χαλί της ορχήστρας. Συνήθως, σε ανάλογες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ηλεκτρονική ενίσχυση για τις κιθάρες, όμως η αυθεντική εκτέλεση δεν περιλαμβάνει κάτι τέτοιο, αφού και ο Ροντρίγκο δεν είχε στην διάθεση του ενισχυτή.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη σουίτα "Iberia"του Ισαάκ Αλμπένιθ, με μια ερμηνεία που συνεπήρε το κοινό του Kurtheater.
Michael Jacob
Γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα - Η Βυρτεμβεργιανή Φιλαρμονική στο Μπαντ Χόμπουργκ
Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, 15.02.2009
Η Βυρτεμβεργιανή Φιλαρμονική στο Μπαντ Χόμπουργκ
Του Guido Holze
Η Λίζα Ξανθοπούλου, νικήτρια του διαγωνισμού διεύθυνσης ορχήστρας του Μπαντ Χόμπουργκ το 2002 και διευθύντρια των Schlosskonzerte τη σαιζόν 2002/2003, έχει αφήσει τις καλύτερες αναμνήσεις στο κοινό της λουτρόπολης. Τώρα διηύθυνε μια συναυλία της Βυρτεμβεργιανής Φιλαρμονικής του Ρόιτλινγκεν στο Kurhaus. Απέδωσε το "Tres Piezzas" του Άστορ Πιατσόλα για πιάνο και έγχορδα, ένα έργο επενδεδυμένο με νεωτεριστικές τζαζ αιχμές στο ύφος ποιοτικής ελαφράς μουσικής, με κλασική κομψότητα, ενώ το πιανιστικό μέρος (Thomas Wellen) ήταν αρμονικά ενταγμένο στο ηχητικό σύνολο. Ταιριαστές ήταν και οι ηχητικές αναλογίες στο "Concierto Andaluz" του Γιοακίν Ροντρίγκο για τέσσερις κιθάρες και ορχήστρα. Η συναυλία σε ύφος φολκλόρ ξεδίπλωσε τη συμβατική λάτιν γοητεία της θυμίζοντας αναπόφευκτα γλυκές καλοκαιρινές νύχτες. Το "Barrios Guitar Quartet" με ερμηνεία ακριβείας, γνώριμη και διακριτική, επέλεξε στο ανκόρ μια Danza του Μανουέλ ντε Φάλια. Τα πέντε μέρη της δωδεκαμερούς σουίτας "Iberia" για πιάνο του Ισαάκ Αλμπένιθ, στην εύστοχη ενορχήστρωση του Carlos Surinach, απέκτησαν μεγάλη ένταση. Τα γκροτέσκ στοιχεία που ενίοτε παρέπεμπαν σε συνθέσεις του Σοστακόβιτς αποδόθηκαν εντυπωσιακά.